Πρόλογος - Λίγα λόγια για το συγγραφέα.

Το θέμα της γένεσης της τραγωδίας και της σύνδεσης της με τη μυστηριακή θρησκεία των Ελευσινίων απασχόλησε αρκετούς οπαδούς της αναβίωσης του αρχαίου ελληνικού θεάτρου στο τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο κλασσικισμός του 19ου αιώνα έδωσε τη θέση του στο ρομαντισμό, που μπολιασμένος από εσωτερικές διδασκαλίες, μυημένων ποιητών ή εσωτεριστών φιλοσόφων έδωσε ως καρπούς την αναβίωση των ολυμπιακών αγώνων και του αρχαίου θεάτρου μέσα από την αναβίωση της δελφικής ιδέας.

Ένας από τους θαυμαστές της αρχαίας τραγωδίας που προσπάθησε να κάνει τις πρώτες συνδέσεις της με αυτό που την εποχή εκείνη ονομαζόταν μυστηριακό δράμα είναι κι ο Εδουράρδος Συρέ. Ο Συρέ γεννήθηκε στο Στρασβούργο στις 21 Ιανουραρίου 1841. Έχασε τους γονείς του σε μικρή ηλικία. Σπούδασε νομικά αλλά εγκατέλειψε τη νομική για να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Φοίτησε λογοτεχνία στα πανεπιστήμια της Βόννης, του Μονάχου και του Βερολίνου. Στο Μόναχο γνωρίστηκε με μία άλλη μεγάλη προσωπικότητα της τέχνης και του εσωτερισμού, τον Ρίχαρντ Βάγκνερ. Κοντά του ξεκίνησε η μύηση του στα θέματα της μεταφυσικής. Στην πορεία της ζωής του ευτύχησε να συναντηθεί με τον κορυφαίο γερμανό εσωτεριστή Ρούντολφ Στάινερ, κοντά στον οποίο κορυφώθηκε και η μυητική του πορεία.

Το 1862 εγκαθίσταται στο Παρίσι. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά και συμμετέχει σε πολλές λογοτεχνικές δραστηριότητες. Αναχωρεί για την Ιταλία το 1871 με σκοπό να ολοκληρώσει το έργο του «Το μυστικό δράμα» και στη Φλωρεντία γνωρίζεται με τη μελλοντική μούσα του, Αλβάνα Μανιάτη. Εκείνη είναι κερκυραϊκής καταγωγής και μυημένη σε βάθος στον εσωτερισμό. Κάτω από την επίδραση της συντάσσει το μεγαλειώδες έργο του «Οι μεγάλοι μύστες», που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες σε όλο τον κόσμο.

Το 1873 ταξιδεύει στην Ανατολή. Επισκέπτεται την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και την Ελλάδα. Γράφει άρθρα και βιβλία που δεν έχουν όμως πάντα την ανάλογη επιτυχία. Το «Η Γένεσις της Τραγωδίας» είναι ένα από αυτά τα έργα του. Το συγκεκριμένο έργο εκδόθηκε ανολοκλήρωτο, καθώς δεν πρόλαβε να το τελειώσει. Ο θάνατος τον πρόλαβε πριν καταφέρει να ολοκληρώσει την πορεία που είχε στο μυαλό του γι’ αυτό το έργο.

Εισαγωγή – Οι Τέχνες και τα Μυστήρια

Ο Συρέ όπως και ο Βάγκνερ πίστευε ότι οι καλές τέχνες δεν πρέπει να διαχωρίζονται αλλά να δημιουργούν μεταξύ τους συνθέσεις. Γι’ αυτό και εκτιμούσε τις αναπαραστικές τέχνες όπως το θέατρο, γιατί μέσω αυτού μπορούσαν να συντεθούν οι επιμέρους τέχνες της μουσικής, της ζωγραφικής, κλπ. Θαύμαζε όμως το θέατρο και για ένα άλλο λόγο. Πίστευε ότι μέσα από αυτό, αλλά και μέσα από τις τέχνες γενικότερα, ο θεατής μπορεί να βιώσει συμπαντικές αλήθειες και να οδηγηθεί ακόμα και σε μυήσεις.

Με βάση αυτά τα πιστεύω του έκανε μία απόπειρα να προσεγγίσει το αρχαίο θέατρο από την πλευρά του Εσωτερισμού. Το συνέδεσε με τα Ελευσίνια Μυστήρια, κατά τη διάρκεια των οποίων ο ίδιος πίστευε ότι η μύηση των παρευρισκομένων γινόταν μέσα από διαδικασίες που θύμιζαν πολύ θεατρικά δρώμενα. Παράλληλα πίστευε ότι και το αρχαίο θέατρο κατά τη γέννηση του στην αρχαία Αθήνα ξεκίνησε στην αρχή ως μερική αποκάλυψη των όσων λάμβαναν χώρα κατά τη διάρκεια των Ελευσίνιων Μυστηρίων. Η προσέγγιση του αυτή βασιζόταν μεταξύ άλλων και στο γεγονός ότι δύο από τους θεμελιωτές του αρχαίου θεάτρου, ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής ήταν μυημένοι σε αυτά.

Κατά την άποψη του Συρέ η αποκάλυψη των Ελευσινίων Μυστηρίων ξεκίνησε από ένα ατύχημα. Το ατύχημα αυτό ανάγκασε τους ιεροφάντες των Μυστηρίων να επιτρέψουν την αποκάλυψη μέρους των Μυστηρίων, ορκίζοντας όμως παράλληλα τους θεατρικούς «παραγωγούς» στην απόκρυψη του μέγιστου των μυστικών, που διδασκόταν στα Μυστήρια και που είχε να κάνει με την πορεία της Ψυχής μετά το θάνατο.

Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά τι πίστευε ο Συρέ για τη γένεση της αρχαίας τραγωδίας, καθώς και για τον τρόπο που η γένεση της συνδεόταν με το περιεχόμενο των Ελευσινίων Μυστηρίων. Αναγκαίο ωστόσο είναι να κάνουμε την επισήμανση ότι πρόκειται για μία υπόθεση, καθώς ιστορικά κανείς δε γνωρίζει το πλήρες περιεχόμενο των Μυστηρίων. Ας διαβάσουμε λοιπόν τη συγκεκριμένη προσέγγιση κι ας κρίνουμε μόνοι μας τις σχέσεις και τις συνάφειες που ισχυρίζεται ότι υπάρχουν μεταξύ αυτών και του μυητικού – ή απλά καλλιτεχνικού – θεάτρου της εποχής μας.

Η γέννεση της Τραγωδίας

Βρισκόμαστε στην Αθήνα του έκτου αιώνα π.Χ. Οι γιορτές του Διονύσου γιορτάζονται με ιδιαίτερη λαμπρότητα στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής. Οι χωρικοί της υπαίθρου έχουν μάθει καλά τις ημέρες των γιορτών και είναι πάντα έτοιμοι να μπουν στο κλίμα χωρίς ιδιαίτερες προετοιμασίες. Οι κατσικοπόδαροι Σάτυροι και οι κερασφόροι Φαύνοι γεμίζουν τα χωριά της Αττικής και τραγουδούν πονηρά τραγούδια, πειράζοντας τον κόσμο και φορτίζοντας σεξουαλικά την ατμόσφαιρα των γιορτών. Το κρασί ρέει άφθονο και ο μύθος του Διονύσου που τεμαχίζεται και ανασταίνεται συνδυάζεται στο μυαλό του κόσμου με τον κύκλο των εποχών και το κρασί που βγαίνει από το πάτημα των σταφυλιών. Στη ζωή όλα έχουν ένα τέλος, γι’ αυτό καλό είναι να τη χαρούμε, αλλά από την άλλη κι από κάθε τέλος κάτι καινούριο θα βγει, κάτι καλό και γευστικό όπως το κρασί, κάτι πιο λεπτό στη γεύση και μετασχηματισμένο σε σχέση με την προηγούμενη μορφή του.

Οι Σάτυροι και οι Φαύνοι γυρίζουν τα χωριά παίζοντας μουσική με τους αυλούς και τις φόρμιγγες. Απαγγέλουν αυτοσχέδια ποιήματα και στήνουν αυτοσχέδιους χορούς. Συνδυάζονται σε παρέες γλεντζέδων - θιάσους που τριγυρνούν την Αττική από χωριό σε χωριό και στήνουν αυτοσχέδιες παραστάσεις με μουσική, χορό και απαγγελία. Με το καιρό κάποιες παρέες γίνονται πιο μόνιμες και κατεβαίνουν κάθε χρόνο στις γιορτές. Ίσως και να μαζεύουν και τα κεράσματα των θεατών, ίσως και να παίρνουν και το κατιτίς τους, οι θίασοι αυτοί αποκτούν φήμη στην Αττική κι ο κόσμος περιμένει πώς και πώς την έλευση τους.

Ένας από αυτούς τους θιάσους είναι ο θίασος του Θέσπη. Ο Θέσπης δείχνει να έχει αρκετή έμπνευση για να ξεχωρίσει το όνομα του από τον υπόλοιπο θίασο και να συγκεντρώσει μόνος του την προσοχή του κοινού. Αντιλαμβάνεται το ενδιαφέρον που προκύπτει από αυτή την καινοτομία και παίρνει πάνω του μεγαλύτερους «ρόλους», αφηγούμενος ιστορίες. Εισάγει την έννοια του διαλόγου μεταξύ του ιδίου που αφηγείται την ιστορία και του χορού, του υπόλοιπου θιάσου που απαντά, σχολιάζει και δίνει το πλαίσο του μύθου. Είναι πασίγνωστος στην Αττική κι όλοι περιμένουν πώς και πώς πότε θα περάσει από το χωριό τους για να αρχίσουν το κέφι.

Μεθυσμένος ίσως από τη δόξα του και την αγάπη του κοινού του ο Θέσπις ψάχνει τρόπους να κρατήσει το ενδιαφέρον του κοινού του και να αυξήσει την προσοχή του. Αποφασίζει λοιπόν να τολμήσει το αδιανόητο, ταυτιζόμενος στις γιορτές με το ρόλο του ίδιου του Διονύσου. Ανεβαίνει στις αυτοσχέδιες σκηνές και υποδύεται τον ίδιο το θεό, αναπαριστώντας το Θείο Δράμα του τεμαχισμού και της Ανάστασης του. Συνδιαλέγεται με τους χορευτές του, που τριγυρίζουν γύρω του, ντυμένοι Σάτυροι και Φαύνοι και προσφέρει στον κόσμο μία μοναδική στιγμή, καθώς αυτός παρακολουθεί μπροστά του την αναπαράσταση του Θείου Δράματος.

Στην πόλη επικρατεί πανικός. Το τόλμημα του Θέσπη μεταδίδεται από στόμα σε στόμα. Όλοι θέλουν να τον δουν και να τον παρακολουθήσουν. Μεθυσμένοι και επηρεασμένοι από το Δράμα οι χωρικοί παραδίδονται σε μεθύσια και όργια άνευ προηγουμένου. Η έκσταση και το μεθύσι για τους αρχαίους είναι συνυφασμένα με την αποχώρηση από την καθημερινότητα και τα πεζά στοιχεία της καθημερινής ζωής. Είναι μέρος της «ανάστασης» της ψυχής και του περάσματος της σε μία άλλη κατηγορία ύπαρξης.

Γεγονός είναι όμως ότι όπως σε κάθε εποχή λίγοι άνθρωποι βλέπουν αυτά τα όργια συμβολικά. Οι περισσότεροι κρατάνε σαν ηθικό δίδαγμα ότι κάποια στιγμή η ζωή τελειώνει και «ποιος ξέρει τι θα είμαστε μετά;». Τα όργια και οι τελετές είναι μία δικαιολογία για την έξαρση των σεξουαλικών παθών και η υποδαύλιση τους από το Θέσπη, που θυμίζει ότι ο θάνατος έρχεται για όλους, εξαπλώνει ένα κύμα οργιαστικής γιορτής στην Αθήνα. Οι προύχοντες της πόλης θορυβούνται. Το πλήθος μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτο. Η ιστορία του Διονύσου δε γίνεται κατανοητή από τον απλό χωρικό ως ιστορία ανάστασης, αλλά περισσότερο ως ιστορία θανάτου και γιορτής. Με το να αναπαριστά το Διόνυσο, ο Θέσπις δοκιμάζει για τη δική του δόξα να βγάλει προς τα έξω ένα μυστικό που έπρεπε να διδάσκονται μόνο οι μυημένοι, γιατί, αν έβγαινε προς τον απλό λαό, η παρεξήγηση του θα έφερνε τα αποτελέσματα που έβλεπαν όλοι τώρα μπροστά τους. Ποιος ξέρει άλλωστε από πού είχε μάθει κι ο ίδιος αυτά που αναπαριστούσε κι αν τα αναπαριστούσε σωστά ή έλεγε στον κόσμο άλλα αντί άλλων.

Ο Σόλων είναι τότε άρχοντας της Αθήνας. Γνωστός για τη σοφία και τη σύνεση του διατάζει να φέρουν μπροστά του το Θέσπη. Τον επιπλήττει για την ύβρι του και τον ρωτάει πού βρήκε το θράσος να παρουσιάζει τόσα ψέματα στον κόσμο. Δε φτάνει όμως πια μόνο αυτό. Πρέπει με κάποιο τρόπο να αποκατασταθούν κάποιες αλήθειες στα μάτια των χωρικών. Δεν μπορεί τα Μυστήρια να προωθούν τις ξέφρενες οργιαστικές απολαύσεις, χωρίς βαθύτερο νόημα και ουσία. Οι επιφανέστεροι των Αθηνών στρέφονται στο πρόσωπο ενός από τα εξέχονται μέλη τους, στο πρόσωπο του Αισχύλου. Σε αυτόν αναθέτουν το βαρύ φορτίο να πει σωστά την ιστορία, αλλά και να κρατήσει μακριά από τους αμύητους αυτά που δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν και να ξέρουν.

Η ιστορία του Αισχύλου και το περιεχόμενο του Ιερού Δράματος

Ποιος είναι όμως αυτός ο Αισχύλος; Ήταν γιος του Ευφορίωνος και συγγενής των Ευμολπιδών. Οι Ευμολπίδες ήταν οικογένεια ιερατική. Ελέγχουν την τέλεση των Ελευσινίων Μυστηρίων εδώ και χίλια χρόνια. Η καταγωγή τους λέγεται ότι είναι από τη Σελήνη, το μέρος όπου οι ανθρώπινες ψυχές παίρνουν από τους δαίμονες1 το αστρικό τους σώμα πριν γεννηθούν στη γη. Οι Ευμολπίδες είναι στοχαστές και τραγουδιστές. Πλένονται στις λίμνες της Ελευσίνας και λέγεται ότι εκεί που είναι ο ναός της Εκάτης, αυτοί κατεβαίνουν στον Κάτω Κόσμο. Ο Αισχύλος έχει ζήσει κοντά τους από παιδί. Έχει λάβει όλες τις διδαχές και έχει πάρει μέρος και στα Ελευσίνια Μυστήρια. Και στα Μικρά και στα Μεγάλα. Εκείνο όμως που τον έχει συγκινήσει περισσότερο είναι το Ιερό Δράμα που παρακολούθησε κατά τη διάρκεια των Μυστηρίων.

Το Ιερό Δράμα απεικονίζει την ιστορία της Περσεφόνης, που βρίσκεται ήδη στον Κάτω Κόσμο. Παίζεται την τρίτη ημέρα των Μεγάλων Μυστηρίων σε υποψήφιους μυημένους που έχουν ήδη παρακολουθήσει τα Μικρά Μυστήρια που αφηγούνται την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα. Η υπόθεση του Δράματος εκτυλίσσεται γύρω από την ιστορία της Περσεφόνης που όντας στον Άδη, καλείται από τον Πλούτωνα να γευτεί τον καρπό της λησμονιάς και με αυτόν να ξεχάσει τον επάνω κόσμο και να μη γυρίσει ποτέ σε αυτόν. Η ιστορία του Ιερού Δράματος είναι συμβολική και οι υποψήφιοι προς μύηση γνωρίζουν ήδη από τις διδαχές τους ότι η ιστορία αυτή είχε να κάνει στην πραγματικότητα με το ταξίδι της Ψυχής. Η Ψυχή, συμβολιζόμενη από την Περσεφόνη, είχε αφήσει το σπίτι της στον Ουρανό και είχε κατέβει (ενσαρκωθεί) στη γη, τον Κάτω Κόσμο. Εδώ στη γη καλείται να φάει τον καρπό της λησμονιάς και να ξεχάσει τη θεία καταγωγή της.

Στο ρόλο της Περσεφόνης είναι τις περισσότερες φορές κάποια από τις κόρες του Ιεροφάντη, ενώ στο ρόλο της Δήμητρας η γυναίκα του. Η Περσεφόνη είναι καθισμένη στο μέσο της σκηνής, δίπλα στον Πλούτωνα, ντυμένη στα μαύρα. Ο Πλούτωνας προσπαθεί να τη γοητεύσει και να της προσφέρει τον καρπό της λησμονιάς. Το ρόδι. Αυτόν τον καρπό που θα την κάνει να ξεχάσει την ουράνια καταγωγή της. Η Περσεφόνη στέκει μαγεμένη από τον Πλούτωνα και παρασύρεται σχεδόν να δοκιμάσει τον καρπό. Είναι έτοιμη σχεδόν να παραιτηθεί, όταν εισέρχεται στη σκηνή με πάθος ο Ήρωας του Θείου Δράματος, ο Τριπτόλεμος. Ο Τριπτόλεμος θεωρούνταν ο ιδρυτής των Ελευσινίων Μυστηρίων και στο Ιερό Δράμα απεικονίζει τον Ήρωα που στόχο έχει να προστατεύσει την Περσεφόνη. Εισέρχεται στη σκηνή καβάλα στο άρμα της θεάς Εκάτης. Το άρμα αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο άρμα. Το σέρνουν πύρινα φίδια και στον κόσμο των Μυστηρίων είναι κι αυτό σύμβολο της πύρινης ενέργειας2 που είναι απαραίτητη για να αντιμετωπίσει κανείς τα πάθη και τους πειρασμούς.

Η παρέμβαση του Ήρωα είναι κρίσιμη. Καταφέρνει να αποσπάσει την προσοχή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα και τη βοηθάει να θυμηθεί για μία τελευταία φορά την ουράνια καταγωγή της. Η Περσεφόνη (Ψυχή) όμως γνωρίζει ότι ο Ήρωας της (κατώτερη προσωπικότητα που είναι όμως εξαγνισμένη) δεν αρκεί να τη σώσει3. Ξέρει ότι ο μόνος ο Σωτήρας γι’ αυτήν είναι ο ίδιος ο θεός ή αλλιώς το Πνεύμα της. Επικαλείται έτσι τον ίδιο το Διόνυσο. Καλεί το θεό (άγγελο της θα λέγαμε σήμερα) να τη σώσει από το μαρτύριο που τη βασανίζει. Τον καλεί με το όνομα του «Διόνυσε, βοήθησε με».

Στη σκηνή του Ιερού Δράματος ξεσπούν κεραυνοί. Σκοτάδι και οπτασίες γεμίζουν το σπήλαιο του Άδη. Φαντάσματα και τέρατα φοβίζουν τους υποψήφιους προς μίμηση. Ο δρόμος της Ψυχής προς την απευλευθέρωση από τη ζωή περνάει μέσα από τις απειλές του αστρικού. Οι υποψήφιοι ζουν τον τρόμο σαν να ήταν η ίδια η στιγμή του θανάτου τους. Καλούνται να προχωρήσουν μες στο σκοτάδι σε ένα στενό και μακρύ διάδρομο που οδηγεί στην αίθουσα που είναι ο Ναός της Δήμητρας. Άλλοι τρομάζουν περισσότερο κι άλλοι λιγότερο. Άλλοι τα καταφέρνουν κι άλλοι γονατίζουν στο μέσο του διαδρόμου, έχοντας καταληφθεί πλήρως από το φόβο. Η εμπειρία είναι τρομακτική, αν συνυπολογίσουμε ότι στην αίθουσα υπάρχουν και καπνοί και μυρωδιές από ουσίες που κατά πολλούς παραπέμπουν και σε ναρκωτικά.

Σκοπός της διαδικασίας είναι να βιώσουν οι υποψήφιοι τι συμβαίνει ακριβώς τη στιγμή του θανάτου τους. Να νιώσουν τα συναισθήματα, να αισθανθούν την πάλη, τον τρόμο, τη μοναξιά, την απόγνωση. Αλήθειες που είχαν διδαχθεί ήδη θεωρητικά, καλούνταν τώρα να τις βιώσουν. Η Ψυχή για να ξαναγυρίσει στον Ουρανό πρέπει να περάσει τις δοκιμασίες του αστρικού μετά το θάνατο της. Αστρικές μορφές προβάλλουν γύρω της και προσπαθούν να την κάνουν να ξεχάσει το σκοπό της. Κάθε ταύτιση μαζί τους ελλατώνει την ενέργεια της. Στο τέλος διαλύεται εξαντλημένη και χάνεται για πάντα. Ο Ήρωας με τη μορφή της Συνείδησης προσπαθεί να την κρατήσει στον ίσιο δρόμο. Αν καταφέρει να τη σώσει, η Ψυχή καλεί τον ηλιακό της άγγελο να τη σώσει.

Η Αγάπη ως άνοιγμα στο θέλημα του Θεού είναι ο μόνος δρόμος της σωτηρίας. Η παραίτηση από κάθε επιδίωξη και η έλλειψη ταύτισης με επιθυμίες ανοίγει τον εαυτό μας με ένα τρόπο μαγικό στο Ουράνιο Πυρ που μας γεμίζει με ενέργεια (αλλά και μας κατακαίει). Η κόρη που παίζει την Περσεφόνη, παρασυρμένη από την ταύτιση με το ρόλο της, οδηγημένη κι η ίδια να βιώσει την πλήρη παραίτηση, κάποιες φορές – όχι πάντα αλλά κάποιες φορές – αφήνει να γλιστρήσει από μέσα της η ίδια η ζωή. Μένει στο κέντρο της σκηνής ζωσμένη από τις αναθυμιάσεις και είτε δεν μπορεί – ζαλισμένη – είτε δε θέλει να εγκαταλείψει το χώρο. Έτσι χάνεται συνειδητά από τη ζωή και αποχωρεί ενωμένη με το δικό της ηλιακό άγγελο.

Το Ιερό Δράμα γίνεται έτσι κάτι περισσότερο από αναπαράσταση, αλλά πραγματική ζωή. Το περιεχόμενο των Μυστηρίων δεν είναι μία απλή θεωρία, αλλά μία κατάσταση βίωσης πραγμάτων που μόνο θεωρητικά μπορούσε κανείς να προσεγγίσει ως τότε. Αποτελεί μάθημα ζωής για ανθρώπους σαν τον Αισχύλο, το Σοφοκλή και άλλους επιφανείς Αθηναίους που τότε έπαιρναν μέρος στην τέλεση των Μυστηρίων. Δεν είναι τυχαίο που η ανάπτυξη και η πρόοδος μιας πόλης κράτους ή ενός έθνους στην πιο σύγχρονη εποχή συνδυάζεται κάποιες φορές με τη δράση κάποιων εσωτερικών σχολών που εξωτερικεύονται στο λαό τους και τον μπολιάζουν με διδάγματα για την εξέλιξη του.

Ο Αισχύλος και οι συμπολίτες του Αθηναίοι έχοντας πίσω τους τις διδαχές της εσωτερικής σχολής της Ελευσίνας κλήθηκαν σύντομα να δείξουν την ποιότητα τους ως ήρωες και δημοκρατικοί πολίτες. Λίγο μετά τη μύηση του Αισχύλου στα Μυστήρια τόσο αυτός όσο και πολλοί συμπολίτες του κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την επίθεση των Περσών. Ο θρίαμβος τους στο πεδίο των μαχών τους έδωσε την αναγκαία αυτοπεποίθηση για να αναπτυχθούν σαν Πόλη. Τους δίδαξε όμως ότι εκτός από τη θεία αγάπη, η ομόνοια και η ανθρώπινη αγάπη μπορούν να φέρουν στη γήινη ύπαρξη μας σημαντικά επιτεύγματα.

Ήταν ο συνδυασμός των εμπειριών αυτών – της θείας διδασκαλίας και του θριάμβου της ανθρώπινης αξιοπρέπειας – που χαρακτήρισε το έργο του Αισχύλου. Ξεκινώντας από το έργο του Πέρσες υμνεί τη σημασία της συνεργασίας όλων των ανθρώπων για την επίτευξη του κοινού σκοπού. Το μεγαλύτερο έργο του όμως παραμένει η τριλογία του Προμηθέα. Προμηθέας Πυρφόρος, Προμηθέας Δεσμώτης και Προμηθέας Λυόμενος. Από την τριλογία του αυτή μόνο η δεύτερη έχει μείνει σε μας και αποσπάσματα από την τρίτη. Η τριλογία παρουσιάζει τον Προμηθέα που σαν άλλος υδροχοϊκός μύστης επιστρέφει με τη θέληση του στη γη για να διδάξει τους ανθρώπους τη δύναμη της φωτιάς, της ενέργειας, της συνειδησιακής κουνταλίνι. Με αυτό οι άνθρωποι θα μπορέσουν να ελευθερωθούν από τα δεσμά τους και να ανέλθουν στους ουρανούς. Για να το κάνει αυτό όμως αναγκάζεται να εισέλθει και πάλι στο βασανιστικό τροχό των ενσαρκώσεων.

Το δώρο του επιτρέπει στον άνθρωπο να αποκτήσει τη δική του εστία φωτιάς4. Ο άνθρωπος μπορεί πια να προχωρήσει βασισμένος στις δικές του δυνάμεις χωρίς να χρειάζεται τους θεούς5. Στη σκηνή του Προμηθέα Δεσμώτη ο Αισχύλος τολμά να προχωρήσει σε κάτι που για τα Ελευσίνια Μυστήρια θεωρούνταν ύβρις. Η αυτοπεποίθηση του Αθηναίου πολίτη που έχει έλθει νικητής από τους Περσικούς Πολέμους και νιώθει ότι δε χρειάζεται και τόσο το μεταφυσικό εκφράζεται μέσα από τη ρήση του Προμηθέα, που διηγούμενος την ιστορία της διαφωνίας του με το Δία, εκστομίζει ότι μία ημέρα κι ο ίδιος ο παντοδύναμος Δίας θα φτάσει η στιγμή που θα ταπεινωθεί. Κάποιος από τους απογόνους του θα έρθει στη γη με ένα όπλο δυνατότερο από τις βροντές και τους κεραυνούς και τότε κι ο ίδιος ο Δίας θα μάθει ότι στη ζωή άλλο εξουσία και άλλο δουλεία.

Μεγάλες κουβέντες για να ειπωθούν στο θεατρικό κοινό της αρχαίας Αθήνας. Πόσο μάλιστα που ειπώθηκαν από τον ίδιο τον Αισχύλο, που έπαιζε και το ρόλο του Προμηθέα –πρωταγωνιστή. Η ύβρις βεβαίως δεν μπορεί και δεν αρμόζει να μείνει αναπάντητη. Ομάδα μισθοφόρων, πληρωμένη από πολιτικούς του αντιπάλους εισέρχεται στην ορχήστρα, έτοιμη να δολοφονήσει επιτόπου τον Αισχύλο για την ανήκουστη βλασφημία του. Ο ίδιος αντιμετωπίζει με θάρρος την απόπειρα και μπροστά στους έκπληκτους θεατές κατεβαίνει και μεγαλοπρέπεια από τη σκηνή και πηγαίνει στο κέντρο της ορχήστρας εκεί που βρίσκεται ο ιερός βωμός. Αγκαλιάζει με το σώμα του το βωμό, αφήνοντας τον εαυτό του στο έλεος του θεού και επικαλούμενος το Διόνυσο. Οι δολοφόνοι του είναι αδύνατο να συνεχίσουν καθώς ο ικέτης στο βωμό θεωρείται ιερός και ο βωμός δεν μπορεί να μολυνθεί με αίμα. Οι θεατές σηκώνονται όρθιοι και ζητωκραυγάζουν έξαλλα για το θάρρος και την αυταπάρνηση του Αισχύλου.

Στιγμές μοναδικές στην ιστορία του αρχαίου θεάτρου, στιγμές που κόστισαν όμως οριστικά και την εύνοια που απολάμβανε ως τότε ο Αισχύλος στις τάξεις των Ευμολπιδών. Μπορεί ο Αισχύλος να γλίτωσε τη δολοφονία, πέφτει όμως σε δυσμένεια. Τη θέση του παίρνει πλέον ως διάδοχος του ο Σοφοκλής. Εκλεκτός κι αυτός των επιφανών Αθηναίων και μυημένος στα Ελευσίνια Μυστήρια, αλλά λιγότερο πρόθυμος για αχρείαστες αποκαλύψεις. Με το Σοφοκλή η παρέμβαση των μυημένων στην ιστορία του αρχαίου θεάτρου δείχνει να κλείνει. Ο Ευριπίδης και οι μεταγενέστεροι τραγικοί, αν και μοναδικοί συγγραφείς, δεν είναι μυημένοι. Τα θέματα που πραγματεύονται δεν αγγίζουν το ζήτημα της ψυχής και του θείου, αλλά τις καθημερινές υποθέσεις των ανθρώπων. Τα μυστικά των Μυστηρίων δεν απειλούνται πλέον με αποκάλυψη και ο κόσμος αντιμετωπίζει το θέατρο όπως περίπου το αντιμετωπίζει και σήμερα. Η ανθρωπότητα δε θα μάθει ποτέ στην πραγματικότητα τι ακριβώς γινόταν την τρίτη ημέρα της γιορτής των Μεγάλων Μυστηρίων και θα περιοριστεί σε εικασίες και υποθετικές αφηγήσεις για να προσεγγίσει το μυστήριο – όπως και η παραπάνω.

Επίλογος

Πολλά μπορούν να ειπωθούν για την προσέγγιση του συγγραφέα. Πολλά ίσως και για τον υποφαινόμενο και την υποκειμενική σκοπιά που αντιμετώπισε το έργο του συγγραφέα. Ωστόσο ένα συμπέρασμα που θα μπορούσε να βγάλει κανείς είναι ότι πολλά πράγματα στην ανθρώπινη ιστορία δεν είναι όπως φαίνονται και υπάρχουν πολλά γεγονότα και πρωτοβουλίες που κρύβουν πίσω τους ενέργειες που δεν έχουν προβληθεί επαρκώς από την σύγχρονη ιστορία.

Βιβλιογραφία

Η γένεσις της Τραγωδίας και η Επίδραση των Ελευσινίων Μυστηρίων, Εδουάρδος Συρέ, 2003, Εκδόσεις Τετρακτύς

Σημειώσεις – Παραπομπές – Σχόλια αρθρογράφου

1.δαίμονες: η λέξη εννοείται με την αρχαία ελληνική σημασία του «αυτοί που γνωρίζουν»

2.πύρινη ενέργεια: οι γνωστικοί ονομάζουν την ενέργεια κουνταλίνι και θεωρούν ότι αντιστοιχεί στην Πύρινη Ρομφαία του Αγγέλου που εξαφανίζει το Σκότος, που δεν είναι τίποτα άλλο από τα αστρικά μας συμπλέγματα που ονομάζουν πολλαπλά Εγώ. Αναφέρονται έτσι σε μία συγκεκριμένη εσωτεριστική διαδικασία κάθαρσης από τα πολλαπλά Εγώ.

3.ήρωας που σώζει: έχει πολύ ενδιαφέρον η μελέτη διαφόρων συμβολισμών σε μύθους και διηγήσεις για το πώς η Ψυχή κρατιέται στο δρόμο της μέχρι να συναντήσει το Πνεύμα της. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει στη σύγχρονη εποχή η εσωτερική ερμηνεία του μύθου του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών με εμφανή την αντιστοιχία του Φρόντο στο ρόλο της Ψυχής, που ανεβαίνει το Όρος της Μύησης (εμφανής επίσης η αντιστοιχία με την εσωτερική σημασία του συμβολισμού του Αιγόκερω) και του φίλου του Σαμ ως το ρόλο του εξαγνισμένου αστρικού πεδίου / Ήρωα / Συνείδησης που τον κρατάει στο δρόμο μέχρι να συναντήσει το πεπρωμένο του.

4.εστία φωτιάς: το πνεύμα που έχουμε μέσα μας, η πνοή του Θεού στη Δημιουργία του Αδάμ, το μοναδιαίο πεδίο κατά τη θεοσοφική παράδοση.

5.δε χρειάζεται τους θεούς: Σύμφωνα με τη θεοσοφική παράδοση κατά την τελευταία στην 4η ριζική φυλή ο άνθρωπος ενσαρκώνεται πλέον με δικό του μανασικό πεδίο κι έτσι δεν απαιτείται η «εμψύχωση» του από άλλες οντότητες (θεότητες θα λέγαμε) που παλιότερα ενεργούσαν ως η Ψυχή μέσα του. Τώρα έχει τη δυνατότητα να χτίσει τη δική του Ψυχή από κάτω προς τα πάνω. Κατά τον Προμηθέα δε χρειάζεται πλέον τους θεούς.

* Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον ιστοτόπο astrognosi το 2008 και αναδημοσιεύεται εδώ με την άδεια του γράφοντα και συγγραφέα.