sagimoon
26-05-2005, 03:08 PM
Οι τάφοι που παράγουν ΑΡIΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ
Οι αυτοκράτορες και οι Ευγενείς έθαβαν μαζί τους χιλιάδες πολύτιμα αντικείμενα, για να τα.. κλέβουν οι τυμβωρύχοl!
Συλλεκτικά κομμάτια ανεκτίμητης αξίας, περίφημα για την άψογη χρωματική τεχνική καθώς και για τη ζωντάνια των αναπαραστάσεων, τα τρίχρωμα κεραμικά αποτελούν το χαρακτηριστικό κτέρισμα των μαυσωλείων της ένδοξης κινεζικής δυναστείας των ΤΑΝΓK (618-907 μ.Χ.).
Κτερίσματα από τάφους της δυναστείας των ΤΑΝΓK και ιδίως από την αρχαιότερη δυναστεία των Χαν (206 π.Χ.-220 μ.Χ.) είναι σπανιότατα, λόγω της συστηματικής τυμβωρυχίας, στην οποία επιδίδονταν με ζήλο οι αρχαίοι Κινέζοι και οι νεότεροι αποικιοκράτες. Οι αρχαιολόγοι αναγνωρίζουν σήμερα ότι 9 στους 10 τάφους της δυναστείας των Χαν είναι άδειοι, ακόμη και από το λείψανο του ενταφιασμένου. Στην πράξη, από τους 39 τάφους της δυναστείας αυτής, που έχουν ανασκαφεί ως τώρα, μόνο 3 ανακαλύφτηκαν ανέπαφοι.
Η κινεζική σοφία επισημαίνει ότι «όπου συγκεντρώνεται ο πλούτος πηγαίνει ο κλέφτης» και ότι μόνη λύση είναι να πάψουν οι άνθρωποι να συσσωρεύουν αγαθά για να πάψουν να υπάρχουν κλέφτες. Οι Κινέζοι αυτοκράτορες, σε αρκετές δυναστείες, έζησαν με το άγχος της τυμβωρυχίας και με την επίγνωση ότι μετά θάνατον πολύ γρήγορα το σώμα τους θα κακοποιηθεί και οι υπόγειοι θησαυροί τους θα καταλήξουν στα παζάρια, ενώ η τελευταία τους κατοικίας θα ερημωθεί.
Το πρόβλημα προέκυψε όχι τόσο από την προσωπική απληστία των αυτοκρατόρων και από μια ψυχολογική αίσθηση ανασφάλειας, που ήταν βέβαια υπαρκτή, αλλά, κυρίως, από την ένταξη της ανέγερσης του κάθε αυτοκρατορικού μαυσωλείου στα μείζονα δημόσια έργα της βασιλείας. Η ανέγερση άρχιζε ένα έτος μετά την ενθρόνιση του νέου μονάρχη και απορροφούσε το ένα τρίτο των κρατι κών εσόδων. Ο ένδοξος αυτοκράτορας Βου Τι (156-87 π.Χ.), για να παραμείνει ένδοξος και μετά θάνατον αύξησε τις δαπάνες στο ήμισυ τωνεσόδων του κράτους και χρειάστηκε 53 χρόνια για να τελειώσει τό μαυσωλείο του, το οποίο συλλήθηκε για πρώτη φορά μερικές δεκαετίες αργότερα και εξακολούθησε να προσελκύει τους τυμβωρύχους για αρκετούς ακόμη αιώνες. Αν οι μεγάλοι αυτοκρατορlκοί τάφοι έχουν μείνει άδειοι, οι αρχαιολόγοι ανταμείβονται στις προσπάθειές τους από μικρότερους πριγκιπικούς τάφους, όπωςστην περίπτωση του πρίγκιπα Τζονγκσάν και της συζύγου του, στην επαρχία Χεμπέι, όπου είδαν το φως πάνω από 10.000 αντικείμενα, σεχρυσό, ασήμι, ορείχαλκο και ζαντ.
Η πρώτη αναμενόμενη αντίδραση των αυτοκρατόρων στο βανδαλισμό της τελευταίας τους κατοικίας ήταν να πάρουν αμυντικά μέτρα, όπως να χτίσουν τοίχους απροσπέλαστους, να στήσουν θανάσιμες παγίδες, να σφραγίσουν τις υπόγειες στοές, ακόμη και να εκτελέσουν μυστικάόλο το εργατικό προσωπικό του μαυσωλείου.
Τα πρώτα δειλά βήματα προς τη λιτότητα των τάφων έγιναν κατά τη δυναστεία των Ανατολικών Χαν (25-220 μ.Χ.), αλλά η πραγματική εφαρμογή μιας σχετικά λιτής υπόγειας κατοικίαςπραγματοποιήθηκε από τον ιδρυτή της δυναστείας των Τάνγκ αυτοκράτορα Ταϊτζόνγκ, κατάκόσμον Αι Σιμίν (599-649), όταν βρέθηκε στο δίλημμα σχετικά με την ταφή του πατέρα του. Όπως γνωρίζουμε, η θεϊκή ευλάβεια, ως μία από τις βασικές κομφουκιανικές αρετές, εκφράζεται απερίφραστα στις ταφικές τελετές. Έτσι, στο θάνατο του πατέρα του, ο Λι Σιμίν έθεσε το δίλημμα στους λόγιους συμβούλους του, αν η λιτότητα συμβαδίζει με την εκδήλωση της θεϊκής ευλάβειας. Ευτυχώς οι σύμβουλοι ανέσκαψαν πειστικά παραδείγματα, ώστε το λιτό μαυσωλείο να θεσπιστεί σαν κανόνας. Άλλο πρόσωπο που έδωσε την οριστική μορφή στα μαυσωλεία των Τανγκήταν η αυτοκράτειρα Τζανγκσούν, σύζυγος του Λι Σιμίν. Στη διαθήκη της όριζε ότι εφόσον δεν είχε συνεισφέρει τίποτα στο λαό δεν περίμενε να σπαταλήσει εκείνος τα χρήματά του για την ταφή της. Ζητούσε να έχει για τάφο έναν απλό λόφο και κτερίσματα μόνο από πηλό και ξύλο. Ο αυτοκράτορας διέταξε να λαξευτεί ο τάφος της μέσα σ' ένα λόφο κι έτσι θεσπίστηκε το έθιμο, αντί για τύμβο, τα μαυσωλεία να λαξεύονται μέσα σε λόφους, ώστε να φαίνονται πιο μεγαλοπρεπή και συνάμα πιο οικονομικά και λιγότεροχρονοβόρα στην κατασκευή τους.
Παρά την απλοποίηση της κατασκευής, οι τάφοι δεν έπαυαν να συσσωρεύουν αμύθητους θησαυρούς, έως ότου, το 714, ο αυτοκράτορας Σουαντσόνγκ απαγόρευσε τα χρυσά και ασημένια κτερίσματα, με βαριές ποινές για τους παραβάτες. Ο δρόμος για τα τρίχρωμα κεραμικά είχε ανοίξει. Τρίχρωμη κεραμική είναι ένας γενικός όρος για τα πολύχρωμα πήλινα αντικείμενα της δυναστείας των Τανγκ, με χρώματα όπως το κίτρινο, πράσινο και καφέ. Η κατασκευή ήταν πολύπλοκη: πρώτα το αντικείμενο, από άσπρο πηλό, ψηνόταν σε καλούπι και κατόπιν επικαλυπτόταν με ψήγματα ορυκτών, πλούσια σε χαλκό, σίδερο, κοβάλτιοκαι μαγνήσιο. Το αντικείμενο ψηνόταν για δεύτερηφορά σε θερμοκρασία 900 βαθμών, ώστε η πλούσια σε μόλυβδο επικάλυψη να απλωθεί, διευκολύνοντας τα χρώματα να διαχυθούν. Αν και τα τρίχρωμα κεραμικά απαιτούσαν χρόνο και δύσκολητεχνική, εν τούτοις δεν ήταν τόσο γερά όσο η πορσελάνη και, επιπλέον, περιείχαν ένα μεγάλο ποσοστό μολύβδου. Έτσι, τα χρησιμοποιούσαν σχεδόναποκλειστικά για ταφικά αντικείμενα και σπάνιαγια οικιακή χρήση.
Επειδή οι Κινέζοι έδιναν ίση σημασία στην επίγεια και στην επέκεινα ζωή, τα ταφικά αντικείμενα αντέγραφαν όλα τα σκεύη της καθημερινής ζωής με ακρίβεια και ζωντάνια Στην υπόγεια κατοικία τους συνοδεύονταν επίσης από αξιοθαύμαστα αγαλματίδια ανθρώπων και ζώων, από μακέτες αμαξών, από μικροσκοπικά τοπία και κτίρια. Αξιοπρόσεκτα είναι τα αγαλματίδια γυναικών, ύψους 12 εκατοστών έως ένα μέτρο, με πολυτελή ρούχα, σύμφωνα με την τελευταία μόδατης εποχής, και εκφράσεις όλο γλυκύτητα και κομψότητα. Μιμούμενες τις σύγχρονές τους ζωντανές καλλονές, είναι όλες παχουλές, με γεμάτα πρόσωπα Άλλη κατηγορία αγαλματιδίων που κάνει εντύπωση είναι αυτή των αλλοδαπών, συνήθως νομάδων της Κεντρικής Ασίας αλλά ακόμη και Αφρικανών, με δυνατό ρεαλισμό στην απεικόνιση της στάσης και της φυσιογνωμίας.
Σε αντίθεση με μεταγενέστερες εποχές, η δυναστεία των Τανγκ χαρακτηριζόταν από έντονο κοσμοπολιτισμό. Η πρωτεύουσα Τσανγκ Αν, το σημερινό Σιάν, ήταν ένα εμπορικό και πολιτιστικό σταυροδρόμι, όπου συνωστίζονταν τα καραβάνια του Δρόμου του Μεταξιού, καθώς και έμποροι από την Αφρική. Σύμφωνα με τα ιστορικά αρχεία, σχεδόν οι μισοί αξιωματούχοι της πρωτεύουσας δεν ήταν Κινέζοι.
Η αναπαράσταση του αλόγου, του αγαπημένου ζώου των Κινέζων, φτάνει με την τρίχρωμη κεραμική σε μιαν απαράμιλλη τελειότητα. Πρόσφατα πουλήθηκε ένα τέτοιο αριστούργημαστο Σόθμπυ'ς του Λονδίνου για 3,4 εκατομμύρια λίρες. Άλλο δημοφιλές ζώο της εποχής είναι η καμήλα, το μεταφορικό μέσον των καραβανιών, που απεικονίζεται συχνά και παραστατικά στην τρίχρωμη κεραμική. Όσο περίεργο και αν φαίνεται, η τρίχρωμη κεραμική καλύπτεται από ένα βαθύ μυστήριο. Δεν γνωρίζουμε ούτε τους πλάστες, ούτε τα εργαστήρια της κατασκευής της.
(Από το περιοδικό CH/NA ΤΟDΑΥ)
Οι αυτοκράτορες και οι Ευγενείς έθαβαν μαζί τους χιλιάδες πολύτιμα αντικείμενα, για να τα.. κλέβουν οι τυμβωρύχοl!
Συλλεκτικά κομμάτια ανεκτίμητης αξίας, περίφημα για την άψογη χρωματική τεχνική καθώς και για τη ζωντάνια των αναπαραστάσεων, τα τρίχρωμα κεραμικά αποτελούν το χαρακτηριστικό κτέρισμα των μαυσωλείων της ένδοξης κινεζικής δυναστείας των ΤΑΝΓK (618-907 μ.Χ.).
Κτερίσματα από τάφους της δυναστείας των ΤΑΝΓK και ιδίως από την αρχαιότερη δυναστεία των Χαν (206 π.Χ.-220 μ.Χ.) είναι σπανιότατα, λόγω της συστηματικής τυμβωρυχίας, στην οποία επιδίδονταν με ζήλο οι αρχαίοι Κινέζοι και οι νεότεροι αποικιοκράτες. Οι αρχαιολόγοι αναγνωρίζουν σήμερα ότι 9 στους 10 τάφους της δυναστείας των Χαν είναι άδειοι, ακόμη και από το λείψανο του ενταφιασμένου. Στην πράξη, από τους 39 τάφους της δυναστείας αυτής, που έχουν ανασκαφεί ως τώρα, μόνο 3 ανακαλύφτηκαν ανέπαφοι.
Η κινεζική σοφία επισημαίνει ότι «όπου συγκεντρώνεται ο πλούτος πηγαίνει ο κλέφτης» και ότι μόνη λύση είναι να πάψουν οι άνθρωποι να συσσωρεύουν αγαθά για να πάψουν να υπάρχουν κλέφτες. Οι Κινέζοι αυτοκράτορες, σε αρκετές δυναστείες, έζησαν με το άγχος της τυμβωρυχίας και με την επίγνωση ότι μετά θάνατον πολύ γρήγορα το σώμα τους θα κακοποιηθεί και οι υπόγειοι θησαυροί τους θα καταλήξουν στα παζάρια, ενώ η τελευταία τους κατοικίας θα ερημωθεί.
Το πρόβλημα προέκυψε όχι τόσο από την προσωπική απληστία των αυτοκρατόρων και από μια ψυχολογική αίσθηση ανασφάλειας, που ήταν βέβαια υπαρκτή, αλλά, κυρίως, από την ένταξη της ανέγερσης του κάθε αυτοκρατορικού μαυσωλείου στα μείζονα δημόσια έργα της βασιλείας. Η ανέγερση άρχιζε ένα έτος μετά την ενθρόνιση του νέου μονάρχη και απορροφούσε το ένα τρίτο των κρατι κών εσόδων. Ο ένδοξος αυτοκράτορας Βου Τι (156-87 π.Χ.), για να παραμείνει ένδοξος και μετά θάνατον αύξησε τις δαπάνες στο ήμισυ τωνεσόδων του κράτους και χρειάστηκε 53 χρόνια για να τελειώσει τό μαυσωλείο του, το οποίο συλλήθηκε για πρώτη φορά μερικές δεκαετίες αργότερα και εξακολούθησε να προσελκύει τους τυμβωρύχους για αρκετούς ακόμη αιώνες. Αν οι μεγάλοι αυτοκρατορlκοί τάφοι έχουν μείνει άδειοι, οι αρχαιολόγοι ανταμείβονται στις προσπάθειές τους από μικρότερους πριγκιπικούς τάφους, όπωςστην περίπτωση του πρίγκιπα Τζονγκσάν και της συζύγου του, στην επαρχία Χεμπέι, όπου είδαν το φως πάνω από 10.000 αντικείμενα, σεχρυσό, ασήμι, ορείχαλκο και ζαντ.
Η πρώτη αναμενόμενη αντίδραση των αυτοκρατόρων στο βανδαλισμό της τελευταίας τους κατοικίας ήταν να πάρουν αμυντικά μέτρα, όπως να χτίσουν τοίχους απροσπέλαστους, να στήσουν θανάσιμες παγίδες, να σφραγίσουν τις υπόγειες στοές, ακόμη και να εκτελέσουν μυστικάόλο το εργατικό προσωπικό του μαυσωλείου.
Τα πρώτα δειλά βήματα προς τη λιτότητα των τάφων έγιναν κατά τη δυναστεία των Ανατολικών Χαν (25-220 μ.Χ.), αλλά η πραγματική εφαρμογή μιας σχετικά λιτής υπόγειας κατοικίαςπραγματοποιήθηκε από τον ιδρυτή της δυναστείας των Τάνγκ αυτοκράτορα Ταϊτζόνγκ, κατάκόσμον Αι Σιμίν (599-649), όταν βρέθηκε στο δίλημμα σχετικά με την ταφή του πατέρα του. Όπως γνωρίζουμε, η θεϊκή ευλάβεια, ως μία από τις βασικές κομφουκιανικές αρετές, εκφράζεται απερίφραστα στις ταφικές τελετές. Έτσι, στο θάνατο του πατέρα του, ο Λι Σιμίν έθεσε το δίλημμα στους λόγιους συμβούλους του, αν η λιτότητα συμβαδίζει με την εκδήλωση της θεϊκής ευλάβειας. Ευτυχώς οι σύμβουλοι ανέσκαψαν πειστικά παραδείγματα, ώστε το λιτό μαυσωλείο να θεσπιστεί σαν κανόνας. Άλλο πρόσωπο που έδωσε την οριστική μορφή στα μαυσωλεία των Τανγκήταν η αυτοκράτειρα Τζανγκσούν, σύζυγος του Λι Σιμίν. Στη διαθήκη της όριζε ότι εφόσον δεν είχε συνεισφέρει τίποτα στο λαό δεν περίμενε να σπαταλήσει εκείνος τα χρήματά του για την ταφή της. Ζητούσε να έχει για τάφο έναν απλό λόφο και κτερίσματα μόνο από πηλό και ξύλο. Ο αυτοκράτορας διέταξε να λαξευτεί ο τάφος της μέσα σ' ένα λόφο κι έτσι θεσπίστηκε το έθιμο, αντί για τύμβο, τα μαυσωλεία να λαξεύονται μέσα σε λόφους, ώστε να φαίνονται πιο μεγαλοπρεπή και συνάμα πιο οικονομικά και λιγότεροχρονοβόρα στην κατασκευή τους.
Παρά την απλοποίηση της κατασκευής, οι τάφοι δεν έπαυαν να συσσωρεύουν αμύθητους θησαυρούς, έως ότου, το 714, ο αυτοκράτορας Σουαντσόνγκ απαγόρευσε τα χρυσά και ασημένια κτερίσματα, με βαριές ποινές για τους παραβάτες. Ο δρόμος για τα τρίχρωμα κεραμικά είχε ανοίξει. Τρίχρωμη κεραμική είναι ένας γενικός όρος για τα πολύχρωμα πήλινα αντικείμενα της δυναστείας των Τανγκ, με χρώματα όπως το κίτρινο, πράσινο και καφέ. Η κατασκευή ήταν πολύπλοκη: πρώτα το αντικείμενο, από άσπρο πηλό, ψηνόταν σε καλούπι και κατόπιν επικαλυπτόταν με ψήγματα ορυκτών, πλούσια σε χαλκό, σίδερο, κοβάλτιοκαι μαγνήσιο. Το αντικείμενο ψηνόταν για δεύτερηφορά σε θερμοκρασία 900 βαθμών, ώστε η πλούσια σε μόλυβδο επικάλυψη να απλωθεί, διευκολύνοντας τα χρώματα να διαχυθούν. Αν και τα τρίχρωμα κεραμικά απαιτούσαν χρόνο και δύσκολητεχνική, εν τούτοις δεν ήταν τόσο γερά όσο η πορσελάνη και, επιπλέον, περιείχαν ένα μεγάλο ποσοστό μολύβδου. Έτσι, τα χρησιμοποιούσαν σχεδόναποκλειστικά για ταφικά αντικείμενα και σπάνιαγια οικιακή χρήση.
Επειδή οι Κινέζοι έδιναν ίση σημασία στην επίγεια και στην επέκεινα ζωή, τα ταφικά αντικείμενα αντέγραφαν όλα τα σκεύη της καθημερινής ζωής με ακρίβεια και ζωντάνια Στην υπόγεια κατοικία τους συνοδεύονταν επίσης από αξιοθαύμαστα αγαλματίδια ανθρώπων και ζώων, από μακέτες αμαξών, από μικροσκοπικά τοπία και κτίρια. Αξιοπρόσεκτα είναι τα αγαλματίδια γυναικών, ύψους 12 εκατοστών έως ένα μέτρο, με πολυτελή ρούχα, σύμφωνα με την τελευταία μόδατης εποχής, και εκφράσεις όλο γλυκύτητα και κομψότητα. Μιμούμενες τις σύγχρονές τους ζωντανές καλλονές, είναι όλες παχουλές, με γεμάτα πρόσωπα Άλλη κατηγορία αγαλματιδίων που κάνει εντύπωση είναι αυτή των αλλοδαπών, συνήθως νομάδων της Κεντρικής Ασίας αλλά ακόμη και Αφρικανών, με δυνατό ρεαλισμό στην απεικόνιση της στάσης και της φυσιογνωμίας.
Σε αντίθεση με μεταγενέστερες εποχές, η δυναστεία των Τανγκ χαρακτηριζόταν από έντονο κοσμοπολιτισμό. Η πρωτεύουσα Τσανγκ Αν, το σημερινό Σιάν, ήταν ένα εμπορικό και πολιτιστικό σταυροδρόμι, όπου συνωστίζονταν τα καραβάνια του Δρόμου του Μεταξιού, καθώς και έμποροι από την Αφρική. Σύμφωνα με τα ιστορικά αρχεία, σχεδόν οι μισοί αξιωματούχοι της πρωτεύουσας δεν ήταν Κινέζοι.
Η αναπαράσταση του αλόγου, του αγαπημένου ζώου των Κινέζων, φτάνει με την τρίχρωμη κεραμική σε μιαν απαράμιλλη τελειότητα. Πρόσφατα πουλήθηκε ένα τέτοιο αριστούργημαστο Σόθμπυ'ς του Λονδίνου για 3,4 εκατομμύρια λίρες. Άλλο δημοφιλές ζώο της εποχής είναι η καμήλα, το μεταφορικό μέσον των καραβανιών, που απεικονίζεται συχνά και παραστατικά στην τρίχρωμη κεραμική. Όσο περίεργο και αν φαίνεται, η τρίχρωμη κεραμική καλύπτεται από ένα βαθύ μυστήριο. Δεν γνωρίζουμε ούτε τους πλάστες, ούτε τα εργαστήρια της κατασκευής της.
(Από το περιοδικό CH/NA ΤΟDΑΥ)